ωρικός

ωρικός
Αρχαία πόλη της ιλλυρικής Αμαντίας στο Ιόνιο πέλαγος, όχι μακριά από τις εκβολές του Αώου ποταμού. Σύμφωνα με την παράδοση Ιδρύθηκε όπως και η Αμαντία, από Ευβοείς, που επέστρεφαν από την Τροία. Πάντως ήταν αρχαιότατη ελληνική πόλη (Hρόδ. 9,90), που κατελήφτηκε από το Φίλιππο E’ (214 π.Χ.) και, αργότερα, από τους Ρωμαίους. Πιστευόταν ότι πριν ήταν νησί και μάλιστα ιερό νησί του Απόλλωνα, του οποίου το κεφάλι φέρουν και τα νομίσματα που σώζονται από την πόλη, της περιόδου 230-168 π.Χ.
* * *
-ή, -ό / ὡρικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὥρα]
νεοελλ.
αστρον.
1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα, ωριαίος («ωρική γωνία» — η ωριαία γωνία)
2. φρ. «ωρικός πίνακας»
στρ. ο πίνακας ωρών βολής τού πυροβολικού ο οποίος καταρτιζόταν με σκοπό την εναρμόνιση τής δράσης πυροβολικού και πεζικού κατά την επίθεση
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται στην ακμή τής ηλικίας του, νεαρός, ακμαίος («ὡρικὸς νέος», Αιλ.)
2. (για καρπό) ώριμος, γινωμένος.
επίρρ...
ὡρικῶς Α
μτφ. με χάρη και ντροπαλότητα, όπως τα νεαρά κορίτσια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὤρικος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρικός — ὁρίζω divide perf part act neut nom/voc/acc sg ὡρικός in one s prime masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρικός — ὀρίνω stir perf part act neut nom/voc/acc sg ὠρίζω perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρικόν — ὡρικός in one s prime masc acc sg ὡρικός in one s prime neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρικώτατα — ὡρικός in one s prime adverbial superl ὡρικός in one s prime neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠρίκου — Ὤρικος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠρίκους — Ὤρικος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠρίκων — Ὤρικος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠρίκῳ — Ὤρικος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρικοῖς — ὡρικός in one s prime masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”